- Μοντένα
- (Modena). Πόλη (176.965 κάτ. το 2001) της Β. Ιταλίας στον νομό Εμίλια – Ρομάνα, ανάμεσα στους παραπόταμους του Πάδου Σέκια και Πανάρο, και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Ο αρχικός πυρήνας της δημιουργήθηκε στα μεσαιωνικά χρόνια, πιθανόν γύρω από την εκκλησία που αναγέρθηκε πάνω στον τάφο του επισκόπου Σαν Τζεμινιάνο, στη νεκρόπολη της ρωμαϊκής πόλης Μούτινα, και από τότε επεκτάθηκε προς κάθε διεύθυνση χωρισμένη σε δύο ευδιάκριτα άνισα τμήματα από την παλιά ρωμαϊκή Αιμιλία οδό. Αναγεννησιακού ρυθμού, όπως και τα περισσότερα μνημεία της, η Μ. ελκύει το ενδιαφέρον των τουριστών και βασίζει σ’ αυτούς σημαντικό μέρος της οικονομίας της, η οποία ωστόσο παρουσιάζει ποικιλία σε κάθε τομέα: έχει αναπτυγμένο γεωργικό εμπόριο (δημητριακά, λαχανικά, φρούτα, ζωοτροφές, κρασί), ζωεμπόριο (βοοειδή, χοίρους) και μεγάλες βιομηχανίες και εργοστάσια (τροφίμων, υποδημάτων, καπνού, υφασμάτων, αυτοκινήτων, μηχανοκατασκευών και οικοδομικών υλικών). Σπουδαιότερο μνημείο της πόλης είναι ο καθεδρικός ναός (Duomo), έξοχο δείγμα της ρομανικής αρχιτεκτονικής. Χτίστηκε πάνω σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Λανφράγκο σε συνεργασία με τον γλύπτη Βιλιέλμο και ολοκληρώθηκε μέσα στο διάστημα 1099 – 1120. Άλλα ενδιαφέροντα κτίσματα είναι: η γοτθική εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου, που άρχισε να χτίζεται το 1244, αλλά χρειάστηκε να ανακαινιστεί γύρω στο 1828, η εκκλησία του Αγίου Πέτρου, έργο του 15ου αι. που ανοικοδομήθηκε σε αναγεννησιακό ρυθμό, και οι εκκλησίες του Αγίου Φιλίππου (τέλη 16ου αι.) του Αγίου Αυγούστου (αρχές του 17ου αι.), του Αγίου Βαρθολομαίου (1607), του Αγίου Βικεντίου (1617), του Αγίου Γεωργίου (1647), του Αγίου Δομήνικου (1708 – 1731) και του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (1799). Εξαιρετικής τέχνης είναι ακόμα το Δουκικό Ανάκτορο (1634), έργο του αρχιτέκτονα Μπ. Αβαντσίνι, που πριν από τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο κατεχόταν από τη Βασιλική Aκαδημία Πεζικού και Ιππικού, το μεσαιωνικό Κοινοτικό Ανάκτορο που ανοικοδομήθηκε και πάλι γύρω στον 17o – 18o αι. το Κολέγιο του Αγίου Καρόλου (1664) και το Πανεπιστήμιο (1774), έργο του Ιταλού αρχιτέκτονα Α. Ταραμπούζι. Μεγαλοπρεπές είναι το Ανάκτορο των Μουσείων, που φιλοξενεί ανάμεσα στα άλλα την Πινακοθήκη Έστε, με έργα των σχολών της Αιμιλίας και της Βενετίας και φλαμανδικούς, γερμανικούς και γαλλικούς πίνακες του 15ου – 16ου αι., το Μουσείο Έστε, με θαυμάσια γλυπτά δημιουργήματα δουλεμένα με μάρμαρο, πηλό ή κρύσταλλο, την Πινακοθήκη Κάμπορι, το Μουσείο Λαπιντάριο, χωρισμένο σε δύο τμήματα (ελληνορωμαϊκό και μεσαιωνικό – σύγχρονο), και τη Βιβλιοθήκη Έστε, όπου σώζονται ενδιαφέροντα βιβλία. Η ομώνυμη επαρχία (έκταση 2.690 τ.χλμ. πληθυσμός 629.180 κάτ.), σχήματος σχεδόν τετραγώνου, περιλαμβάνει τις ανατολικές πλαγιές των Απεννίνων ορέων και τμήμα της πεδιάδας του Πάδου, διασχίζεται από τους παραποτάμους αυτού Σέκια και Πανάρο. Θεωρείται η πιο πυκνοκατοικημένη από τις επαρχίες της Αιμιλίας-Ρομανίας μετά την επαρχία της Μπολόνιας. Ορίζεται από τις επαρχίες του Ρέτζιο, της Μάντοβας, της Φερράρας, της Μπολόνιας, της Πιστόιας και της Λούκας. Έχει ηπειρωτικό κλίμα, με πολλές βροχές στους χειμωνιάτικους και τους ανοιξιάτικους μήνες και λιγότερες στις άλλες εποχές. Ιστορία. Η πόλη της Μ. κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους γύρω στα τέλη του 3ου αι. π.Χ., αργότερα έγινε ρωμαϊκή επαρχία (π. 183 π.Χ.) και στη συνέχεια εξελίχτηκε σε σημαντικό σταυροδρόμι της Αιμιλίας οδού. Ανεξάρτητη στο διάστημα 1135 – 1288, πέρασε κατόπιν στην κυριαρχία της Μπολόνιας για μια δεκαετία και έγινε οπαδός των Γουέλφων κατορθώνοντας έτσι να εκδιώξει τους Γιβελίνους (1266), που υπήρχαν στην πόλη από το 1054. Το 1288 ο Ομπίτζο B’ ντ’ Έστε, χωροδεσπότης της Φερράρας, έγινε και χωροδεσπότης της M., αλλά το 1306 η δυναστεία στων Έστε ανατράπηκε και αποκαταστάθηκε ως δουκική πια από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ’ (1452). Το 1598 η Αγία Έδρα κατέλαβε τη Φερράρα και έτσι οι Έστε μετέφεραν την πρωτεύουσά τους στη Μ. Η πόλη, αφού κατακτήθηκε δύο φορές από τους Γάλλους (1703 και 1734) και αργότερα από τους Αυστριακούς (1742), αποτέλεσε μέρος των ιταλικών δημοκρατιών από το 1796 και τελικά μέρος του βασιλείου της Ιταλίας από το 1805. Το δουκάτο της Μ. ανασυγκροτήθηκε το 1814, η επανάσταση όμως του 1848 ψήφισε την ένωση με το Πεδεμόντιο. Οι Αυστριακοί επανέφεραν το δουκάτο (1848), τελικά όμως η Μ. ενώθηκε οριστικά με το Πεδεμόντιο το 1860.
Dictionary of Greek. 2013.